στόρθυγξ

στόρθυγξ
στόρθυγξ, υγγος, ὁ or (both in Lyc.),
A point, spike, esp. tyne of a deer's horn, S.Fr.89.4; δικέραιος ς. AP6.111 (Antip.); tusk of a boar, Lyc.492; point or tongue of land, Id.761,865,1406; tag of hair, Com.Adesp.1152; = σαυρωτήρ, Sch.Il.13.443 (v.l. στρόφιγξ). (Cf. foreg.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • στόρθυγξ — point masc/fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στόρθυγξ — υγγος, ἡ, Α 1. μυτερή άκρη τής στεριάς 2. το άκρο τού κέρατος τού ελαφιού 3. ο χαυλιόδοντας τού αγριόχοιρου 4. κόσμημα τής κόμης, σαυρωτήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. στόρ θ υγξ, υγγος (< στόρθη με εκφραστικό επίθημα υγξ, υγγος, πρβλ. λάρ υγξ, φάρ υγξ)… …   Dictionary of Greek

  • στόρθυγγα — στόρθυγξ point masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στόρθυγγας — στόρθυγξ point masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στόρθυγγος — στόρθυγξ point masc/fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στόρθυγξι — στόρθυγξ point masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στόρθυγξιν — στόρθυγξ point masc/fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εϋστόρθυγξ — ἐϋστόρθυγξ, ὁ, ἡ (Α) 1. κατασκευασμένος από γερό κλαδί 2. (για τον Πρίαπο) με προτεταμένο το πέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + στόρθυγξ «άκρη, αιχμή»] …   Dictionary of Greek

  • μονοστόρθυγξ — μονοστόρθυγξ, υγγος, ὁ, ἡ (Α) αυτός που έχει κατασκευαστεί από ένα μόνο στέλεχος, με ένα πόδι, μονοπόδαρος («τῷδε μονοστόρθυγγι Πριήπῳ, Ανθ. Παλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο) * + στόρθυγξ «άκρο»] …   Dictionary of Greek

  • στερεός — και στερρός, ά, ό / στερεός και στερρός, ά, όν, ΝΜΑ, θηλ. και στερεή και στερρή, και στέρεος, η ο, και στέριος, α, ο, Ν 1. αυτός που έχει πυκνή σύσταση, συμπαγής, σκληρός (α. «στερεά ουσία» β. «στερεὸν κέρας», Αριστοτ.) 2. ισχυρός, δυνατός, γερός …   Dictionary of Greek

  • στόρθη — ἡ, Α (κατά τον Ησύχ.) «τὸ ὀξὺ τοῡ δόρατος καὶ ἐπιδορατίς». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. στόρθυγξ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”